- αιρεσιάρης
- και ρεσιάρης, -α, -ικο [αίρεση]ιδιότροπος, κακότροπος, πεισματάρης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αίρεση — Αρχικά ο όρος α. είχε φιλοσοφική και πολιτική σημασία και σήμαινε την προτίμηση που μπορούσε να έχει κανείς για μια ορισμένη φιλοσοφική διδασκαλία. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει μια φιλοσοφική σχολή, μια ομάδα ή κόμμα πολιτικό,… … Dictionary of Greek
αιρεσιάρικος — η, ο ο αιρεσιάρης … Dictionary of Greek